πλάκα

πλάκα
I
Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη πλάκα που ήταν τοποθετημένη στο έδαφος στην οδό Κυδαθηναίων. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το όνομα της συνοικίας προέρχεται από την αλβανική λέξη πλιάκα, που σημαίνει γριά, ίσως από κάποια γριά που κατοικούσε εκεί η απλώς από τους Αλβανόφωνους που εγκαταστάθηκαν στη συνοικία. Το κέντρο της παλιάς Π. ήταν το μοναστήρι των Καπουτσίνων, κοντά στο μνημείο του Λυσικράτη. Υπάρχουν και μερικοί που υποστηρίζουν ότι το όνομα Π. προέρχεται από την ομαλότητα του εδάφους, σε αντιδιαστολή με το βράχο της Ακρόπολης.
Παλιό σπίτι σε σοκάκι της πλάκας (φωτ. Όθων Τσουνάκος).
Η Αθηναϊκή συνοικία της Πλάκας στη δεκαετία του 1960 από φωτογραφία της εποχής (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Η Αθηναϊκή συνοικία της Πλάκας στη δεκαετία του 1960 από φωτογραφία της εποχής (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
II
Νησί στο βορειοδυτικό άκρο της Κέρκυρας, ανάμεσα στο ακρωτήριο Κεφάλι και στο νησί Μαθράκι των Οθονών. Έχει ύψος μόλις ένα μ. από την επιφάνεια της θάλασσας.
Με το ίδιο όνομα λέγεται και ένα υφαλόνησο στους Αντιπαξούς στη συστάδα των σκοπέλων Δασκάλια.
III
Oνομασία 9 οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Αλεξανδρούπολης, του νομού Έβρου.
2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής, του νομού ανατολικής Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Κερατέας.
3. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων.
4. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.), στην πρώην επαρχία Μεγαλόπολης, του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται βορειοδυτικά και κοντά στη Μεγαλόπολη.5. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων, του νομού Αχαΐας.
6. Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου, του νομού Λασιθίου.
7. Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Λιτοχώρου.
8. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων, κοντά στην Αλμυρίδα (υψόμ. 10 μ.) και τα Καμπιά (υψόμ. 165 μ.).
9. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Λήμνου, του νομού Λέσβου.
* * *
η / πλάξ, -ακός ΝΜΑ
1. στερεό επίπεδο σώμα από πέτρα, μέταλλο ή και άλλο υλικό τού οποίου το πάχος είναι πολύ μικρό σε σχέση με το πλάτος και το μήκος του («ἔδωκε Μωϋσῇ... τὰς δύο πλάκας τοῡ μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας γεγραμμένας τῷ δακτύλῳ τοῡ θεοῡ», ΠΔ)
2. τετραγωνισμένη πέτρα με μικρό πάχος, χρήσιμη ως υλικό επίστρωσης δρόμων, αυλών κ.ά. χώρων (α. «ἔστρωσαν το πεζοδρόμιο με άσπρες πλάκες» β. «ἔδαφος... λίθων πλαξὶ λείαις ἐστρωμένον», Λουκιαν.)
3. η ταφόπετρα
4. ομαλή και πλατιά έκταση, ιδίως γης, επίπεδη και πλατιά επιφάνεια
5. καθετί το πεπλατυσμένο, το επίπεδο («μια πλάκα σαπούνι»)
6. επίπεδη κορυφή λόφου ή βουνού («Παρνασσοῡ πλάκες», Ευρ.)
νεοελλ.
1. μικρή πλάκα από σχιστόλιθο πάνω στην οποία έγραφαν με πετροκόνδυλο οι μικροί μαθητές, αλλ. αβάκιο
2. μικρή πινακίδα από μέταλλο ή πορσελάνη, που τοποθετείται στην εξωτερική πόρτα οικίας και στην οποία αναγράφεται το ονοματεπώνυμο ή και το επάγγελμα τού ενοίκου ή τού ιδιοκτήτη
3. δίσκος γραμμοφώνου
4. συνεκδ. η ακτινογραφία
5. (μικρβλ.)
η διάφανη ζώνη σε μια κατά τα άλλα διαφώτιστη ή αδιαφανή αποικία βακτηρίων που υποδηλώνει την καταστροφή τών βακτηρίων από κάποιο παράγοντα είτε βακτηριοφάγο είτε αντιβιοτικό και η οποία αποτελεί ευαίσθητο εργαστηριακό δείκτη τής παρουσίας κάποιου αντιβακτηριακού παράγοντα
6. (βιολ.-ζωολ.) κάθε πεπλατυσμένη δομή, μεμονωμένη ή τμήμα ενός συνόλου, όπως λ.χ. οστέινη πλάκα, δερμική πλάκα
7. φρ. α) «πλάκα απόκλισης»
(ηλεκτρον.) ηλεκτρόδιο τού καθοδικού σωλήνα το οποίο μαζί με άλλο όμοιο και τοποθετημένο παράλληλα ηλεκτρόδιο προκαλεί την απόκλιση τής ηλεκτρονικής δέσμης υπό την επίδραση κάποιας διαφοράς δυναμικού
β) «πλάκα διάτρησης»
βοτ. διάτρητα ακραία τοιχώματα δύο γειτονικών κυττάρων σε ένα αγγείο τού ξυλώματος ή στον περιφερειακό δακτύλιο, υπόλειμμα τού αρχικού τοιχώματος, που περιβάλλει ένα μόνο μεγάλο άνοιγμα
γ) «πλάκα ηθμώδης»
βοτ. τα πολύ μικρά εξειδικευμένα, κάθετα ή λοξά, τοιχώματα τών ηθμωδών κυττάρων τών αγγειοσπέρμων, τα οποία είναι διάτρητα από πόρους
δ) «πλάκα κυτταρική»
βοτ. αδιαφανές κολλοειδές στρώμα που σχηματίζεται από κυστίδια τα οποία περιβάλλονται από μεμβράνη στην ισημερινή περιοχή τής ατράκτου κατά το στάδιο τής τελόφασης στη μίτωση
ε) «υδροφορική πλάκα» — τμήμα τού δερμικού σκελετού τών εχινοδέρμων στα άκρα τού υδροφορικού αγωγού
στ) «βασική πλάκα» — τμήμα τού δερμικού σκελετού τού δίσκου τών εχινοδέρμων
ζ) «πλάκα οδοντική»
i) δομή που σχηματίζεται από τη συγχώνευση τών δοντιών πολλών ψαριών και χρησιμεύει στη θρίψη τής λείας
ii) βλ. οδοντική πλάκα
η) «επωαστική πλάκα» — άπτερο, εξαιρετικά αγγειοποιημένο τμήμα τής κοιλιάς τών πουλιών, το οποίο έρχεται κατευθείαν σε επαφή με τα επωαζόμενα αβγά
θ) «πλευρική πλάκα» — κοιλιακό τμήμα τού μεσοδέρματος τών Σπονδυλοζώων, που σχηματίζει το κοίλωμα·ι) «νευρική πλάκα» — τμήμα τού εξωδέρματος τών Σπονδυλοζώων, που παχύνεται στην επαφή με τη νωτιαία χορδή και κατόπιν εκκολπώνεται για να σχηματίσει τον νευρικό σωλήνα
ια) «μέση πλάκα»
βοτ. το πρώτο στρώμα τού πρωτογενούς κυτταρικού τοιχώματος που σχηματίζεται για τον διαχωρισμό τού πρωτοπλάσματος τών δύο θυγατρικών φυτικών κυττάρων που προέκυψαν από μια κυτταρική διαίρεση
ιβ) «δοκιμασία πλάκας»
(μικρβλ.) δοκιμασία για την εύρεση τής παρουσίας και τού επιπέδου ενός ιού σε ένα δείγμα η οποία συνίσταται στη μέτρηση τών καθαρών πλακών, καθεμιά από τις οποίες οφείλεται σε έναν μόνο ιό και στους απογόνους του, οι οποίοι καταστρέφουν μια ομάδα γειτονικών κυττάρων, σε ένα συνεχές στρώμα ευαίσθητων καλλιεργούμενων κυττάρων
ιγ) «κινητική πλάκα»
βιολ. επιφανειακός σχηματισμός που πραγματοποιεί τη σύνδεση τής ίνας με το νεύρο
ιδ) «πλάκα συσσωρευτή», ή «πλάκα μπαταρίας»
(ηλεκτρολ.) ηλεκτρόδιο μιας επαναφορτιζόμενης μπαταρίας, αποτελούμενο από χημικώς αδρανές δικτυωτό πλαίσιο, πάνω στο οποίο τοποθετείται το χημικώς ενεργό στρώμα υπό μορφή επιχρίσματος
ιε) «τελική κινητική πλάκα»
(ανατ.-φυσιολ.) μορφολογική και λειτουργική διαφοροποίηση τής σκελετικής μυϊκής ίνας, απέναντι από τη θέση που βρίσκεται η κινητική νευρική απόληξη
ιστ) «πλάκες ξυλερίου»
(ξυλ.) δομικές πλάκες που παράγονται βιομηχανικά από ξυλέριο, το οποίο αναμιγνύεται και συσσωματώνεται με ένα ανόργανο συνδετικό υλικό, όπως τσιμέντο, μαγνησίτη ή γύψο
ιζ) «τά 'χει πλάκα τα γαλόνια»
i) λέγεται συνήθως για αξιωματικούς που φέρουν πλατιά διάσημα
ii) (για στρατιωτικούς) έχει μεγάλο βαθμό
ιη) «σπά(ζ)ω πλάκα» — διασκεδάζω περιπαίζοντας συνήθως κάποιον, γελώ με κάποιον ή με κάτι
ιθ) «το 'κάνε για πλάκα» — το 'κάνε για αστείο, για διασκέδαση
κ) «τυπογραφική πλάκα» — στοιχειοθετημένη σελίδα καθώς και συγκρότημα τέτοιων σελίδων οι οποίες συνδέονται οριζοντίως και είναι έτοιμες για εκτύπωση
κα) «φωτογραφική πλάκα» — γυάλινη πλάκα καλυμμένη με χημική ουσία ευαίσθητη στο φως πάνω στην οποία αποτυπώνεται η αρνητική εικόνα τού φωτογραφούμενου αντικειμένου
κβ) «πλάκα ρολογιού» — ο δίσκος ή ο πίνακας στον οποίο αναγράφονται οι ώρες και τα λεπτά τής ώρας
αρχ.
1. η ανώτατη οροφή πύργου («ἀπ' ἄκρας ἦκε πυργώδους πλακός», Σοφ.)
2. στον πληθ. αἱ πλάκες
i) (για οστρακόδερμα) πτερύγια
ii) πτυχές τού στομάχου τών μηρυκαστικών
3. φρ. α) «κοπτῆς πλάκες» — πλακούντες
β) «πόντου πλάκα» — ο ωκεανός
γ) «ἡ πλὰξ τοῡ βαλανίου τούτου»
πιθ. μέρος τού κλιβάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάξ,-κός ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pelā/pelә2-/plā- «ευρύς, απλώνω» (πρβλ. παλάμη, πέλαγος, πλάγιος, πιθ. πλανώ, πλάσσω), με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο και άηχη ουρανική παρέκταση -κ- και συνδέεται με νορβ. flag «πέλαγος», λιθουαν. plākanas «επίπεδος, ευρύς», γερμ. Fluche «πέτρινος τοίχος». Πιθανή θεωρείται, επίσης, η σύνδεση τής λ. με το λατ. pla-n-cus «πλατύπους» (με έρρινο ένθημα), ενώ, αντίθετα, παραμένει ανεπιβεβαίωτη η σύνδεση με τα λατ. placeo «αρέσω» placida (aqua) «ήρεμο (νερό)» (< placidus). Από τη λ. πλάξ παράγονται τα τοπωνύμια: Πλάκος «οροπέδιο στο βουνό Ίδα», Πλακίη «πελασγική αποικία στην Προποντίδα», καθώς και η συνοικία τής Αθήνας Πλάκα.
ΠΑΡ. πλακερός, πλακώδης, πλακώ(-ώνω)
αρχ.
πλακάς, πλάκινος, πλακίον, πλακίς, πλακίτης, πλακόεις
νεοελλ.
πλακάκι, πλακάς, πλακίδιο, πλακουτσός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. πλακόδερμοι, πλακοδόντια, πλακοειδής, πλακομύτης, πλακοπαγίδα, πλακόπιτα, πλακόστηθος, πλακοστρώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλάκα — η 1. πινακίδα μικρών μαθητών από σχιστόλιθο, το αβάκιο. 2. φύλλο σχιστόλιθου για κάλυψη στεγών. 3. ταφόπλακα. 4. δίσκος γραμμοφώνου. 5. το αρνητικό της φωτογραφίας. 6. καθετί που έχει σχήμα πλάκας: Μια πλάκα σαπούνι. 7. πειραχτικό αστείο,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάκα — πλάξ anything flat and broad fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλάκα Δήλεσι — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σχηματαρίου …   Dictionary of Greek

  • Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα — (Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης 1939 –). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιστορία της τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • αθηρωματική πλάκα — Σκληρυμένη μάζα αθηρώματος, που είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της αθηρωματοσκλήρυνσης …   Dictionary of Greek

  • μέση πλάκα — Λεπτό μεσοκυττάριο στρώμα, το οποίο συντίθεται από πολυσακχαρίτες, που καλούνται πηκτίνες. Η μ.π. χρησιμεύει στο να συγκρατεί τα φυτικά κύτταρα μεταξύ τους, ενώ εκατέρωθέν της εναποτίθενται τα συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος των γειτονικών… …   Dictionary of Greek

  • όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”